ἄδερμος
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
ον, = ἀδέρματος, Hsch. s.v. ἄδαπτον.
Greek (Liddell-Scott)
ἄδερμος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λ. ἄδαπτος.
Spanish (DGE)
-ον que no tiene piel Hsch.s.u. ἄδαρτον.