συντέλεσις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, = συντελεσιουργία (completion), τοῦ ναοῦ SIG 282 11 7 (Priene, iv BC) ; τῶν τειχῶν v.l. in Plb. 22.7.6.
Greek (Liddell-Scott)
συντέλεσις: ἡ, = συντελείωσις, Ἑβδ. (Δανιὴλ Θ΄, 27, Ἀμὼς Α΄, 14), Ἀδύλ. Ψαλμ. ΡΙΗ΄, 96.