Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(ΑΜ θρομβοῦμαι, -έομαι) θρόμβος
1. πήζω σε μικρούς σβώλους, σχηματίζω θρόμβους
2. (για γάλα) πήζω, κόβω
αρχ.
περιέχω θρόμβους.