περιβοώ
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
-άω, ΜΑ
1. βοώ ολόγυρα, βάζω τις φωνές και ξεσηκώνω ταραχή γύρω γύρω
2. μτφ. (ενεργ. και παθ.) περιβοοῦμαι, -όομαι
συκοφαντώ, διαβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βοῶ (< βοή)].