περιβοώ

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source

Greek Monolingual

-άω, ΜΑ
1. βοώ ολόγυρα, βάζω τις φωνές και ξεσηκώνω ταραχή γύρω γύρω
2. μτφ. (ενεργ. και παθ.) περιβοοῦμαι, -όομαι
συκοφαντώ, διαβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + βοῶ (< βοή)].