οσιώ

From LSJ
Revision as of 16:35, 26 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277

Greek Monolingual

ὁσιῶ, -όω (Α) όσιος
1. κάνω κάποιον όσιο
2. απαλλάσσω κάποιον από ενοχή ή έγκλημα με εξιλαστήρια θυσία
3. κάνω εξιλέωση
4. μέσ. ὁσιοῦμαι, -όομαι
διατηρώ κάτι αγνό και αμόλυντο
5. παθ. εξαγνίζομαι
6. φρ. «ὁσιῶ (τινα) τῇ γῆ» — κηδεύω (κάποιον) από αίσθημα ευσέβειας.