ξυρώ
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
ξυρῶ, -έω και -άω (Α) ξυρόν
1. αφαιρώ τις τρίχες με ξυράφι, ξυρίζω (α. «ξηρᾱν τὰ γένεια τῶν Μακεδόνων», Πλούτ.
β. «σὺ δ' εὐπρόσωπος, λευκὸς ἐξυρημένος», Αριστοφ.)
2. μέσ. ξυρῶμαι, -άομαι
ξυρίζω τον εαυτό μου, ξυρίζομαι
3. παροιμ. α) «ξυρεῑ γὰρ ἐν χρῷ»
(για επικίνδυνα πράγματα ή για οξύ πόνο) αγγίζει πολύ βαθιά (Σοφ.)
β) «ξυρεῖν ἐπιχειρεῑς λέοντα» — λεγόταν για πολύ επικίνδυνη επιχείρηση.