άδεσμος
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
Greek Monolingual
ἄδεσμος, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται σε περιορισμό ή υπό επιτήρηση δίχως δεσμά ή φρουρούς («ὁ δ’ εκεῖνον μὲν ἐν ἀδέσμῳ φυλακῃ εἶχε», Θουκ. 3, 34)
πρβλ. και το λατ. libera ή liberalis custodia
2. ανοιχτός
3. αυτός από τον οποίο έχει αφαιρεθεί ο επίδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + δεσμός.
ΠΑΡ. αρχ. ἀδέσμιος.