Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
κεραμεοῡς, -ᾱ, -οῦν (Α) κέραμοςαυτός που έχει κατασκευαστεί από κέραμο, κεράμειος, πήλινος.