ταβέρνα
From LSJ
ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes
Greek (Liddell-Scott)
ταβέρνα: ἡ, Λατ. taberna, = καπηλεῖον, πανδοχεῖον, Πράξ. Ἀποστ. κή, 15.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
οινοπωλείο, κρασοπουλειό, καπηλειό
νεοελλ.
λαϊκό εστιατόριο
αρχ.
πανδοχείο («ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν ἡμῖν ἄχρις Ἀππίου φόρου καὶ Τριῶν ταβερνῶν», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καλύβα, καπηλειό»].
Russian (Dvoretsky)
ταβέρνα: ἡ (лат. taberna) гостиница NT.