υποκυδής

From LSJ
Revision as of 06:44, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "κοῑλο" to "κοῖλο")

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

-ές, Α
1. (για τόπο) ο καλυμμένος με ρηχά νερά
2. (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «ὑποκυδεῑς τίνες εἰσί; κοῖλοι τόποι»
3. (κατὰ τον Ησύχ.) «ὑποκυδές
ὑποφρύδιον».