συνικνούμαι
From LSJ
Δελφῖνα νήχεσθαι διδάσκεις: ἐπὶ τῶν ἐν ἐκείνοις τινὰ παιδοτριβούντων, ἐν οἷς ἤσκηται → Teaching dolphins to swim: is applied to those who are teaching something among people who are already well versed in it
Greek Monolingual
-έομαι, Α
1. φθάνω, εκτείνομαι («ὥστε τὸ οὐράνιον ὕδωρ συνικνεῖσθαι πρὸς τὸ ἐν αὐτῇ», Θεόφρ.)
2. παρουσιάζω ενδιαφέρον («τῶν συμβαινόντων τῶν μὲν μᾶλλον συνικνουμένων τῶν δὲ ἧττον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἱκνοῦμαι «έρχομαι, φτάνω»].