δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
βούνευρο, το (Μ βούνευρον)1. μαστίγιο από δέρμα βοδιού2. το γεννητικό μόριο του ταύρου, που χρησιμοποιείται ως μαστίγιο.