ὀρχάς
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
English (LSJ)
(A), άδος, fem. Adj. A enclosing, στέγη S.Fr.812; ὀρχάς· περίβολος, αἱμασιά, Hsch.
ὀρχάς (B), άδος, ἡ, (ὄρχις) a kind of A olive, so called from its shape, Nic.Al.87, Virg.G.2.86; cf. ὄρχις 111.
German (Pape)
[Seite 389] άδος, ἡ, eine Olivenart, von der Gestalt der Hoden, ὄρχις, Hesych. άδος, ἡ, = Vorigem, Hesych.; Soph. frg. 133 bei Phot. ῥάχοισιν ὀρχάδος στέγης.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχάς: -άδος, θηλ. ἐπίθ. ἡ περικλείουσα, στέγη Σοφ. Ἀποσπ. 935· «ὀρχάς· περιβολάς, αἱμασιά» Ἡσύχ., πρβλ. Φώτ. ἐν λ. ῥάχος.
Greek Monolingual
(I)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περιφράσσει, που περικλείει («ὀρχὰς στέγη», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ὀρχάς
περίβολος αἱμασιά».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. θαμν-άς)].
(II)
ὀρχάς, -άδος, ἡ (Α)
είδος ελιάς η οποία ονομάστηκε έτσι από το σχήμα της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρχις (ΙΙ) + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. κοτιν-άς)].
Russian (Dvoretsky)
ὀρχάς: άδος adj. f огораживающий, закрывающий (στέγη Soph.).
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: f.
Meaning: sort of olive (Nic.).
See also: s. ὄρχις.
2. Meaning: περίβολος, αἱμασιά H. and ὄρχατος
See also: s. ὄρχος.
Frisk Etymology German
ὀρχάς: 1.
{orkhás}
Grammar: f.
Meaning: Art Olive
See also: s. ὄρχις.
Page 2,432
2.
{orkhás}
Meaning: περίβολος, αιμασιά H. und ὄρχατος
See also: s. ὄρχος.
Page 2,433