ἀνενεκτέον
From LSJ
Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt
English (LSJ)
(ἀναφέρω) A one must refer, Plot.4.4.38, Dam.Pr.277.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνενεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀναφέρω, δεῖ ἀναφέρειν, πρέπει τις νὰ ἀναφέρῃ, Πλωτῖν. 432Α.
Spanish (DGE)
hay que atribuir εἰς τὴν τοῦ δρωμένου φύσιν ἀνενεκτέον hay que atribuirlo a la naturaleza de lo que se ha realizado Plot.4.4.38, cf. 5.3.2, 6.5.2, Dam.Pr.277.