επίμικτος
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
Greek Monolingual
ἐπίμικτος και ἐπίμεικτος, -ον (Α) [[[επιμίγνυμι]]
1. ανακατωμένος
2. κοινός («τὰ χωρία ταῦτα Λυδοῑς καὶ Καρσὶν ἐπίμικτα», Στράβ.)
3. αυτός που αγαπά τις κοινωνικές συναναστροφές
4. (για στίχο ή ποίημα) εκείνος που απαρτίζεται από διαφόρων ειδών μετρικούς πόδες.