ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
οο πολύ γέρος.[ΕΤΥΜΟΛ. Επαναληπτικό σύνθετο (πρβλ. γαϊδουρογάιδαρος)].