γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want
ἑορταῖος, -α, -ον (Α)εόρτιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εορτ-ή + επίθημα -αίος (πρβλ. τελευτ-αίος)].