δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ἐτανός, -ή, -όν (Μ)ετήσιος.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. έτ- του έτος + κατάλ. -ανός (πρβλ. στεγ-ανός, τραγ-ανός)].