ετοιμοπαράδοτος

From LSJ
Revision as of 08:54, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
(για οικοδομές, εμπορεύματα κ.λπ.) ο έτοιμος προς παράδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + παραδοτός, πρβλ. α-παράδοτος].