ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
εὐαυγής, -ές (Α)ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< αύγος), πρβλ. αντ-αυγής, δι-αυγής].