Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
εὐαυγής, -ές (Α)ευαγής, λαμπρός, φωτεινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αυγής (< αύγος), πρβλ. ανταυγής, διαυγής].