ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
η
1. ζάλη, σκοτοδίνη
2. σκοτούρα, έγνοια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζάλη + -άδα (πρβλ. αγρι-άδα, αφηρημ-άδα)].