ηλεκτροστατικός

From LSJ
Revision as of 09:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον στατικό ηλεκτρισμό και στα φαινόμενά του, αυτός που βασίζεται στους νόμους της ηλεκτροστατικής ή που παράγει στατικό ηλεκτρισμό («ηλεκτροστατική μηχανή»)
2. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτροστατική
τομέας του ηλεκτρισμού, κλάδου της φυσικής, που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη τών φαινομένων ισορροπίας του ηλεκτρισμού στα διάφορα ηλεκτρισμένα σώματα, ο στατικός ηλεκτρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electrostatic < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-) + static (πρβλ. στατικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ].