τομέας

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

ο / τομεύς, -έως, Α·1. (γενικά) αυτός που τέμνει, που κόβει
2. κοφτερό εργαλείο υποδηματοποιού, κν. φαλτσέτα
3. συν. στον πληθ. οι τομείς
(ενν. οδόντες) οι κοπτήρες
4. φρ. α) «κυκλικός τομέας»
μαθημ. τμήμα κύκλου που ορίζεται από ένα τόξο της περιφέρειάς του και από δύο ακτίνες που καταλήγουν στα άκρα του τόξου
β) «σφαιρικός τομέας»
μαθημ. το τμήμα της σφαίρας που προκύπτει από την περιστροφή ενός κυκλικού τομέα γύρω από μία διάμετρο, η οποία, όμως, δεν τον τέμνει
νεοελλ.
1. μαθημ. επίπεδη επιφάνεια που περιορίζεται από δύο τεμνόμενα ευθύγραμμα τμήματα και από ένα τόξο καμπύλης
2. καθένα από τα τμήματα στα οποία υποδιαιρείται ένα έργο για τη διευκόλυνση της διεξαγωγής του ή μια υπηρεσία για την ευχερέστερη λειτουργία της («εργάζεται στον τομέα δημοσίων σχέσεων»)
3. πεδίο έρευνας ή, γενικότερα, δραστηριότητας («ασχολείται με τον οικονομικό τομέα»)
4. στρ. εδαφική έκταση αμυντικά οργανωμένη («ο δυτικός τομέας είναι πολύ καλά οχυρωμένος»)
5. ναυτ. τμήμα θαλάσσιας επιφάνειας που φωτίζεται με φως διαφορετικό από το φως του φάρου ως ένδειξη ότι αποτελεί πλόιμο πόρο
6. (μυκητ.) ένα σαφώς καθορισμένο τμήμα μιας in vitro αποικίας ενός μύκητα, το οποίο διαφέρει από την υπόλοιπη αποικία στα χρώμα, στην ταχύτητα ανάπτυξης, στην παραγωγή σπορίων
αρχ.
1. τομεῖον
2. η κόψη μαχαιριού
3. φρ. α) «τομεὺς ἐν τῇ ἐπιφανείᾳ»
μαθ. επιφάνεια που περικλείεται ανάμεσα σε δύο κύκλους και έναν άλλο που τους τέμνει κατά ορθές γωνίες πάπ.
β) «τομεὺς στερεός» — ο σφαιρικός τομέας (Αρχιμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. -έας/ -εύς (πρβλ. ιππ-έας / ἱππ-εύς)].