θειόχρους

From LSJ
Revision as of 09:33, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θειόχρους Medium diacritics: θειόχρους Low diacritics: θειόχρους Capitals: ΘΕΙΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: theióchrous Transliteration B: theiochrous Transliteration C: theiochrous Beta Code: qeio/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. from θειόχροος.

Greek Monolingual

-ουν και -οος, -οο (Α θειόχρους, -ουν, και -οος, -οον)
αυτός που έχει το χρώμα του θείου, του θειαφιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θείο (ΙΙ) + -χρους (< χρως «χρώμα»), πρβλ. ά-χρους, μελανό-χρους].