θερμόμετρο

From LSJ
Revision as of 09:39, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

το
όργανο με το οποίο μετριέται η θερμοκρασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. thermometre < thermo- (πρβλ. θερμο-) + -metre (πρβλ. μέτρον). Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ν. Θεοτόκη].