βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground
(Μ θεροκοπῶ, -έω)θερίζω συνεχώς και με ζήλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < θέρος «θερισμός» + -κοπώ (< κόπος < κόπτω), πρβλ. γλεντο-κοπώ, μεθο-κοπώ].