Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
ἰσάργυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῑδα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. παν-άργυρος, χρυσ-άργυρος].