καλλίγραμμος
From LSJ
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα
2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καμπυλόγραμμος.