κατευθυντικότητα

From LSJ
Revision as of 13:16, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source

Greek Monolingual

η
(ραδιοηλ.) η ιδιότητα τών κεραιών να ακτινοβολούν, δηλ. να εκπέμπουν, προς μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτιθέμενο κατευθυντικός (< κατευθύνω) ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. directivity].