κινδυνάρης
From LSJ
ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with
Greek Monolingual
κινδυνάρης, ὁ (Μ)
ο ριψοκίνδυνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίνδυνος + κατάλ. -άρης (πρβλ. καμηλ-άρης, περιβολ-άρης)].