κολλογόνος

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278

Greek Monolingual

-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, ζωο-γόνος.