κολλογόνος
From LSJ
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
Greek Monolingual
-ο
κολλαγόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλα + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, ζωογόνος.