κοψομύτης

From LSJ
Revision as of 13:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοψομύτα
αυτός που έχει κομμένη μύτη, κουτσομύτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο)- + -μύτης (< μύτη), πρβλ. σουβλο-μύτης, ψηλο-μύτης.