κρεοσιτώ
From LSJ
ἐμοῦ θανόντος γαῖα μιχθήτω πυρί → after me let earth mix with fire | after my death let all hell break loose | after me, the deluge
κρεοσιτῶ, -έω (Α)
έχω ως κύρια τροφή μου το κρέας, είμαι κρεοφάγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -σιτῶ (< -σιτος < σῖτος), πρβλ. αρτο-σιτώ, λιπο-σιτώ].