κρεμμύδα
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
και κρομμύδα η
μεγάλο κρεμμύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμμύδι κρομμύδι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κεφάλ-α, κουτάλ-α)].