κυπερίδες
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
και κυπηρίδες, οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, το μόνο μέλος της τάξης κυπερώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. cyperaceae < cyperus (< λατ. cyperos < κύπειρος) + κατάλ. -aceae].