κυπερίδες

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source

Greek Monolingual

και κυπηρίδες, οι
βοτ. οικογένεια αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών, το μόνο μέλος της τάξης κυπερώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. cyperaceae < cyperus (< λατ. cyperos < κύπειρος) + κατάλ. -aceae].