Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

λίτρο

From LSJ
Revision as of 14:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233

Greek Monolingual

το
μονάδα όγκου ή χωρητικότητας που ισοδυναμεί προς ένα κυβικό δεκατόμετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. litre < μσν. λατ. litra < ελλ. λίτρα. Η λ., στον λόγιο τ. λίτρον, μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].