δεκατόμετρο

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

το
1. το υποδεκάμετρο, το ένα δέκατο του μέτρου
2. φρ. α) «τετραγωνικό δεκατόμετρο» — το ένα δέκατο του τετραγωνικού μέτρου
β) «κυβικό δεκατόμετρο» — κύβος με ακμή ενός δεκατομέτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Γ. Φίνλαϋ].