οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
λεονταρόπουλον, τὸ (Μ)μικρό λιοντάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντάρι(ν) + υποκορ. κατάλ. -πουλον (πρβλ. λεκανό-πουλον, λεονταρό-πουλον)].