λινόκοκκος
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλί-κοκκος)].
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλί-κοκκος)].