λινόκοκκος
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
Greek Monolingual
λινόκοκκος, ὁ (Μ)
λινόσπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + κόκκος (πρβλ. καλλίκοκκος)].