Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht
μαρμαρόπαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκαλιστεί πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -παιστος (< παίω «χτυπώ»), πρβλ. ανά-παιστος].