μαρμαρόπαιστος

From LSJ

Greek Monolingual

μαρμαρόπαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκαλιστεί πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -παιστος (< παίω «χτυπώ»), πρβλ. ανάπαιστος].