μαρμαρόπαιστος
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
Greek Monolingual
μαρμαρόπαιστος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκαλιστεί πάνω σε μάρμαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -παιστος (< παίω «χτυπώ»), πρβλ. ανάπαιστος].