μελίδριον

From LSJ
Revision as of 15:10, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100

Greek Monolingual

μελίδριον, τὸ (Α)
μικρός ψαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ίδριον (πρβλ. λεξ-ίδριον)].