μελίδριον

From LSJ

εὖ γοῦν θίγοις ἂν χερνίβων → well could you, of course, handle holy vessels

Source

Greek Monolingual

μελίδριον, τὸ (Α)
μικρός ψαλμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ίδριον (πρβλ. λεξίδριον)].