Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
μισοπαθής, -ές (Α)αυτός που μισεί τα πάθη.[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + -παθής(< πάθος), πρβλ. φιλο-παθής].