μονοσθενής

From LSJ
Revision as of 15:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source

Greek Monolingual

-ές
χημ. μονατομικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + σθένος (πρβλ. δι-σθενής). Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Όθ. Α. Ρουσόπουλο].